Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010

the social network


Βλέπω πια τα "ποιοτικά" μπλοκμπάστερ, πιστός στη (δική μου) "θεωρία του διαλείμματος". Μέχρι να εμφανιστεί η ένδειξή του στη μεγάλη οθόνη ξέρω πώς παρακολουθώ την ταινία του σκηνοθέτη. Μετά από αυτήν συνήθως το φιλμ περνάει στο τερέν του κοινού, των στούντιο και των χρηματοδοτών. Κόβει μονέδα για να κριθεί στο box office. Ίσως γι' αυτό οι απρόσμενες, πρωτότυπες, θεαματικές κλιμακώσεις έχουν εγκαταλέιψει πια το Χόλιγουντ κι έχουν περάσει στους τηλεοπτικούς δέκτες (όπου υπάρχει η πολυτέλεια της αναίρεσης - του σεναριακού undo στο επόμενο επεισόδιο). Το Social Network δεν ξεφεύγει από τον παραπάνω κανόνα. Αλλά αυτό δεν είναι (καθόλου) κακό. Γιατί, αρχής γενομένης από την σπουδαία πρώτη σκηνή (η οποία συμπυκνώνει την ανάγκη που γέννησε και συντηρεί το facebook σε έναν τρίλεπτο τσακωμό κολεγιακού affair) το πρώτο του μισό είναι καταιγιστικό. Τόσο σφιχτοδεμένο που δε σε αφήνει να πάρεις άνασα για να μη χάσεις ούτε μια αιχμή του υποδειγματικού editing, τόσο γρηγορο που τσιτώνεις μην τυχόν σου ξεφύγει κάποιο από τα εκπληκτικά one-liners των πρωταγωνιστών που σκάνε πολυβολικά, τόσο εύστοχο που διηγείται μια ιστορία από τρεις οπτικές σκιαγραφόντας τες ταυτόχρονα και πλήρως. Το θέμα του φιλμ είναι, εν τέλει, η ιδέα της ζωής on-line. Αλλά, ο Φίντσερ δεν τη συστήνει στους θεατές του, γνωρίζει ότι απευθύνεται σε τύπους που μπορεί να κάνουν accept μέσω smartphones σε friend requests όσο βρίσκονται στη σκοτεινή αίθουσα. Γι' αυτό μιλάει τη γλώσα και κινείται στους ρυθμούς ενός κοινού που συνεννοείται με 'LOL' και 'BRB'. Περισσότερο από κάθε άλλον που το επιχείρησε στο παρελθόν. Μετά έρχεται η ανάγκη για δράμα. Για ανθρώπινη διαπλοκή, για ανθρώπινη επικοινωνία μιλάμε άλλωστε. Κι αρχίζουν οι συντομεύσεις παύλα υπεραπλουστεύσεις. Κατανοητό. Ειδικά, από τη στιγμή που δεν προστατεύει (ούτε αγιογραφεί) κανέναν. Ακόμα και την Αυτού Ζάκερμπεργκ Μεγαλειότητα...


Έτσι το είδα κινηματογραφικά. Από την άλλη συζητώντας με πολλούς φίλους (από κοντά - όχι σε chat) τις τελευταίες μέρες, ακούω να λένε "μα καλά πώς μπορεί να έχει τόσο ενδιαφέρον η κινηματογράφιση ενός επιχειρηματικού success story;'. Δεν ξερω, αν είναι ο δικός μου εθισμός στα social media ("είμαι ο τερέζος και είμαι καλά") που θεωρεί αυτονόητα σημαντικό ένα φιλμ για ένα τεχνολογικό/επικοινωνιακό μόρφωμα στο οποίο έχουν account 500 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο. Αλλά, ακόμα κι αν δεν έχεις προφίλ, ακόμα κι αν δεν έχεις προωθήσει το πάρτι γενεθλίων σου εκεί, ακόμα κι αν δεν έχεις σχολιάσει κάτι, ακόμα κι αν δεν έχεις φλερτάρει, ακόμα δεν έχεις καλύψει κάποια συναισθηματική σου τρύπα on-line (που αποκλείεται δηλαδή) το Social Network σε αφορά. Γιατί είναι το φιλμ που σε χρόνο - ρεκόρ διηγείται την ιστορία μερικών ηρώων της γενιάς μας. Του Ζάκερμπεργκ, ας πούμε. Του Σον Πάρκερ, επίσης, που μετά το Napster ανακατεύτηκε και με το social netwrorking (και την πάτησε από τις "γραμμές" - τις οποιες ακόμα δε σνιφάρεις on-line).Προσοχή: Ήρωες όχι Αντάρτες. Ήρωες που δε θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο, όπως η γενιά των γονιών τους. Ήρωες που δεν μπορούν να φανταστούν (δεν τους ενδιαφέρει) τον εαυτό τους, έξω από τα καπιταλιστικά σχήματα (η αγωνία της εισαγωγής στις κολλεγιακές αδελφότητες που ήταν η κινητήρια δύναμη του Ζάκερμπεργκ, δεν είναι το πρώτο ανάλογο προπύργιο;). Ήρωες που δεν έχουν τον τσαμπουκά της θέλησης, αλλά το σνομπισμό της Ιδέας. Της Ιδέας που θα πουλήσουν στους κοστουμάτους, τους οποίους θα ακυρώνουν πηγαίνοντας σε μίτινγκ μαζί τους φορώντας πιτζάμες. Εξαντλώντας ακριβώς εκεί τον αντικομφορμισμό τους. Δισκεδάζοντας για λίγο ότι τους κάνουν πίπες οι executives μέχρι να τους τουμπάρουν οι νομικάριοι και να τους ενσωματώσουν. Αδιαφορώντας για τις θεωρητικές προεκτάσεις που θα δώσουν μετά τα παγκόσμια αμφιθέατρα στις καινοτομίες τους. Εκείνοι ήθελαν απλά να μην πληρώνουν για δίσκους ή να μπορούν να συγκρίνουν ταυτόχρονα κώλους. Γιατί αυτό θα ήταν το εισιτήριο που θα τους οδηγούσε στη δημοφιλία, στο 'coolness' - το μεγαλύτερο και ακριβότερο, τελικά, καπιταλιστικό τρόπαιο απ' όλα. Οι (νεο)γιάπηδες το διεκδικούν με Prada, Cayenne και Mont Blanc. Εκείνοι το κατάφεραν με το μυαλό τους...



Δέκα χρόνια πριν ο Φίντσερ είχε δώσει ένα άλλο generation film. Το
Fight Club. Με την ειδοποιό διαφορά ότι την ταμπέλα του "εμβληματικού", την δώσαμε τότε εκ των υστέρων. Γοητευμένοι από το βίαιο μηδενισμό με τον οποίο κήδεψε την (αμερικάνικη) ψευδαίσθηση του '90s alternative nation, σατιρίζοντας την εισβολή του metrosexuality στην καθημερινότητά. Δέκα χρόνια μετά την έκρηξη και τις πρωτες νότες του "Where Is My Mind?" o Τάιλερ Ντέρντεν έχει γίνει avatar. Και το σαπούνι, λίπασμα στη Farmville...

τερεζος

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

σημερα στο λατερνατιβ

...αυτα τα τρια αγρια κοριτσια θε ειναι σημερα μαζι μας στο στούντιο του laternative (22.00-00.00 @ σκαι 100.3) για να μιλήσουν για Το Αγόρι Που Κλότσαγε...
όπως λένε οι ίδιες...

"Είμαστε μία νέα ομάδα, οι επονομαζόμενες Cheek-bones και αυτή είναι η πρώτη μας δουλειά, εφόσον ήμασταν οι νικήτριες του Scratch Night στο Bob Theater Festival που είχε διοργανώσει η ομάδα Abovo στο θέατρο Χώρα"

Σκηνοθεσία-ερμηνευτές Εύη Δόβελου,Ελένη Ευταξοπούλου,Αγγέλικα Σταυροπούλου.
Επιμέλεια κίνησης Τάσος Καραχάλιος
Σκηνικά Αλέξανδρος Κουφαδάκης
Κοστούμια Έλλη Ταβλαρίδου
Φωτισμοί Ανδριάνα Δακανάλη
Το κανονικό εισιτήριο έχει 12 ευρώ και το φοιτητικό 8 ευρώ. Παραστάσεις κάθε Δευτ. και Τρ. στις 21.00 μέχρι τις 26/10

Και λίγα λόγια για την υπόθεση:

''Ένα γκροτέσκο παραμύθι που διαπραγματεύεται την ακόρεστη φαντασία
ενός μοχθηρού 13χρονου αγοριού.Η απέχθειά του για το ανθρώπινο είδος
τον οδηγεί σε μια ξέφρενη εκδίκηση,όπου ακόμα και ο θάνατός του
τροφοδοτεί τη ματαιοδοξία του.''

συντονιστείτε λοιπόν...



τα τρία κομμάτια με τα οποία θα τις εντυπωσιάζαμε ο κόσμος ήταν δίκαιος


of montreal (with the lost trees) - the past is a grotesque animal
το έπος που αναγνωρίστηκε και αποθεώθηκε στο ψευδοκράτος του ιστορικού τριγώνου σε μια πιο σύντομη εκδοχή - προσφορά σε κάθε dj του key bar που θέλει να διαφέρει

deerhoof - let's dance the jet (mikis theodorakis cover)
οι outsiders από το Σαν Φρανσίσκο που είναι κι επικαίροι λόγω αυτού διασκευάζουν στο επερχόμενο τους άλμπουμ Μίκη (από το σάουντρακ αυτής της απίθανης ταινίας - μα πού την ξέθαψαν; ... κούντος του μιχαλόμπος για τη βοήθεια)

beck - cellphone's dead (villalobos entlebuch remix)
το είχαμε ξαναδώσει σε ellen allien remix - εδώ η αναπάντεχα funky εκδοχή του ricardo

...για να κάνετε κι εσείς τους έξυπνους, κλικάρετε πάνω στους τίτλους...

αλόχα

τερεζος

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

as heard on radio laternative vol.3

τρίτο και τελευταίο μέρος από τα έτοιμα ριβιουζ που έχουν δημοσιευθεί σε αβόπολις-σόνικ...μετά από αυτό συντονίζομαι κανονικά με τους υπόλοιπους δισκομάχους...να θυμάσαι Α+ παίρνουν μόνο τα αριστουργήματα (αλλα αυτό θα το συζητήσουμε σε κάποιο άλλο ποστ ή κάποια μελλοντική ψηφοφορία)...


UNDERWORLD
Barking (Cooking Viny/Hitch Hyke)
C
Να τα μας πάλι. Ακόμα ένα volume της αναμέτρησης με τις αναμνήσεις, τις καταβολές, τον μουσικό οπαδισμό. Στο Oblivion With Bells το δίδυμο Smith-Hyde είχε διαφύγει –τουλάχιστον για τους σκληρούς fans – της hip απαξίωσης που επιβάλλει η εποχή του «κάθε μέρα έχω και νέο αγαπημένο συγκρότημα». Είχε μια εκπληκτική τριάδα κομματιών που άνοιγαν τον δίσκο, ανακαίνιζαν τις ευχάριστες αναθυμιάσεις του παρελθόντος κι έκρυβαν το συνολικό συμπέρασμα ανισότητας. Εδώ, δυστυχώς η υπόθεση μύριζε από την αρχή. Από την ξαφνική στροφή στις συνεργασίες. Όχι φωνητικά, αλλά παραγωγικά. Κι αν το 2007 οι Underworld κατά δήλωσή τους επηρεάζονταν από τον James Holden και τον Ricardo Villalobos, στο Barking διαβάζεις τα ονόματα και δεν το πιστεύεις. Μα τι ζήλεψαν δηλαδή στους βρετανούς εκπροσώπους της εμπορικής house Mark Knight και D. Ramirez; Πόσα σουξέ μπορεί να βγάλει από το καπέλο του ο Dubfire (αν και το εναρκτήριο ‘Bird 1’ που έγραψαν μαζί είναι ένα τυπικά καλό Underworld track); Μα αν είναι δυνατόν, τι ακριβώς περίμεναν από τον ‘βασιλιά της τρανσομπαλάντας’ Paul Van Dyk; Η πιο ενδιαφερουσα συνεργασία προκύπτει εύλογα στο μυστηριώδες ‘Hamburg Hotel’ με τον σπουδαίο Applebim της Skull Disco. Τυχαίο; Δε νομίζω, είναι ο μόνος που στράφηκαν κι έχει επαφή με το τώρα . Προσθέτεις και το ένα από τα δύο κομμάτια της συνεργασίας με τους High Contrast - το πρώτο single ‘Scribble’ με τα σεροτονινικά ‘90s breaks και καθάρισες. Βγάζοντας το συμπέρασμα πως οι Underworld έβγαλαν έναν δίσκο για όσους ψηφίζουν στο ετήσιο δημοψήφισμα του DJ Mag. Όχι ακριβώς ανθρώπους που ακούνε μουσική. δηλαδή…

underworld feat. applebim - hamburg hotel


!!!
Strange Weather Isn’t It (Warp)
B+
Μετά τo ανεπανάληπτo Synch του 2007, οι «θαυμαστικοί» ανακηρύχθηκαν σε darlings του ελληνικού κοινού (έστω κι αν δεν τους τίμησε στο άκυρο περσινό live του Βύρωνα). Με την, καθόλου αρνητική, υποσημείωση ότι πρόκειται για μπάντα που στη σκηνή είναι μια κλάση πάνω απ’ ότι στο στούντιο. Στο φετινό τέταρτο άλμπουμ οι «Τσουκ Τσουκ Τσουκ» πάνε να διορθώσουν αυτήν την αντίληψη, φτιάχνοντας, αν όχι το καλύτερο, σίγουρα το πιο ώριμο άλμπουμ της σχεδόν 15ετούς πορείας τους. Ένα 40λεπτο ηδονιστικό πανηγύρι, όπου πια δεν παίζουν μπάλα με τσιτάτα που καλούν τον Μπετόβεν να σκύψει ή που κηρύσσουν πάρτι ανένδοτο κατά του κακού δημάρχου Τζουλιάνι. Άλλωστε, ολοφάνερα, δε στοχεύουν στα singles. Όχι ότι το ‘The Hammer’ – το πιο γκρουβάτο τραγούδι που έχουν γράψει ποτέ – ή τα ‘AM.FM’ και ‘Steady As The Sidewalk Cracks’ δεν είναι τέτοια. Αλλά, είναι ίσως η πρώτη τους φορά που το υλικό ακούγεται τόσο εύκολα απνευστί, σαν ένας ποταμός φρενήρους μπάσου με προσεκτικά τοποθετημένα φωνητικά, percussive σημαδούρες και πνευστά ρεύματα. Πατάς το play, ξεχνάς την εναλλαγή των tracks και στο φινάλε νομίζεις ότι πέρασαν 10 λεπτά. Όχι λόγω μονοτονίας, αλλά λόγω flow. Τώρα που το disco punk μοιραία ξεφτίζει και παρότι η ατυχία τους στέρησε από τη ζωή και δεύτερο ντράμερ, οι !!! μοιάζουν ακάθεκτοι. Χωρίς να χρειάζεται να φωνάζουν πια Louden Up Now παραδίδουν τον πιο δεξιοτεχνικό τους δίσκο κι επιβιώνουν όπως στοιχηματίζω ότι δε θα κάνουν οι Hercules And Love Affair ή απορώ αν θα καταφέρουν οι Rapture. Γιατί χωρίς να ξεχνάνε τα δάνεια από τους A Certain Ratio και το madchester βουτάνε όλο και πιο βαθιά στην πολυρυθμική σεξουαλικότητα των μαύρων ‘70s και την club κεφαλαιοποίησή της στο garage του Larry Levan. Κι αυτοί είναι καλοί οδηγοί, αν συνυπολογίσεις ότι το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στο Βερολίνο…

!!! - the hammer


NO AGE
Everything In Between (Sub Pop)
B+

Οι διαδικτυακές κριτικές υποδέχθηκαν το τρίτο άλμπουμ του καλιφορνέζικου ντουέτου (και ουσιαστικά πρώτης δουλειάς για την οποία έδινε δεκάρα «σημαντικό» μέγεθος κοινού) με το συμπέρασμα – κοινοτοπία «οι No Age τελικά είναι μια κρυμμένη μελωδική ποπ μπάντα». ΟΚ. Κι εσύ πρέπει να ανακαλύψεις αν αυτό είναι καλό ή κακό. Γιατί αυτό που μάλλον σε είχε κερδίσει με την πάρτη τους ήταν η άνευ όρων και φτιασιδιών παράδοσή τους στον ακατέργαστο lo-fi θόρυβο. Με τις hardcorαδικες καταβολές να μην κρύβονται και την «έντεχνη» προσέγγιση των Sonic Youth να αποφαίνεται «ευλόγησον». Τα λόγια στην άκρη, τα πετάλια και οι παραμορφωτές στο προσκήνιο, προορισμός το χάος. Φέτος, όμως υπάρχουν στίχοι. Πολλοί στίχοι. Και το καλύτερο κομμάτι του δίσκου, το ποπ αριστούργημα ‘Glitter’ θυμίζει Cure (!), έστω κι αν αυτοί δεν έχουν βοκαλίστα ανάλογης βαρύτητας. Όταν φτάσεις στο γνωμοδοτικό σταυροδρόμι στάσου λίγο πριν διαλέξεις την κατεύθυνση της απόρριψης επειδή κι «αυτοί έκαναν την εμπορική παραχώρηση να στρογγυλέψουν». Γιατί, παρότι ο εκπληκτικός ντράμερ Dean Allen Spunt δυσκολεύεται να τραγουδήσει (που να το δεις και live), οι άτιμοι το’ χουν (αυτό κι αν πρέπει να δεις live). Είτε επέλεξαν συνειδητά να γίνουν πιο βατοί είτε όχι, η ουσία είναι ότι tracks σαν τα ‘Common Heat’, ‘Fever Dreaming’ (πόσο περισσότερο Dinosaur Jr.;), ‘Chern Trails’ αποδεικνύουν αποθεωτικά ότι «τον πειραματισμό πολλοί εμίσησαν, το sing-a-long ουδείς». Και οι νοσταλγοί που θα μιλήσουν για φλυαρία, ας βάλουν τέρμα το ‘Shred And Transcend’…

no age - it's oh so quiet (bjork cover)



TAME IMPALA
Innerspeaker (Modular)
A-

Όσοι τους είχαμε πάρει χαμπάρι στο προπέρσινο EP που ξεχώριζε μέσα στον electro συρφετό της Modular, είχαμε πίστη ότι τα πουλέν από το Περθ δε θα μας απογοητεύσουν. Και όντως το ντεμπούτο είναι ανάλογο των προσδοκιών. Οι Tame Impala είναι λοιπόν τέσσερα πιτσιρίκια στα early 20s τους που κάνουν μουσική που μετράει τουλάχιστον τη διπλάσια ηλικία από εκείνους. Είναι να απορείς πως κατάφεραν να απορροφήσουν στα 22-23 τους την ψυχεδελική εγκυκλοπαίδεια, να τη βρωμίσουν με την αυθάδεια της ηλικίας τους, να μπολιάσουν μέσα τους το χάσιμο των Jefferson Airplane με το pop hook που κληρονόμησαν στους αιώνες των αιώνων οι Byrds, να καταφέρουν να κάνουν τα πετάλια τους να μην ξεχνάνε ότι οι Sonic Youth καθόρισαν τον κιθαριστικό θόρυβο των τελευταίων τριάντα χρόνων. Αλλά, όταν λέμε «ψυχεδέλεια» μην το παρεξηγείς και σκέφτεσαι Μάταλα, Τσιβιλίκες και λοιπούς γραφικούς συνειρμούς. Οι Tame Impala κλείνουν τις παραπάνω επιρροές σε κομμάτια, στην πλειοψηφία τους, εύπεπτα – όχι «δύσκολα». Χάνονται στη χώρα του reverb, παραμορφώνουν τα φωνητικά τους για να δημιουργήσουν βάθος, ξεκινάνε με το μυοχαλαρωτικό ‘It Is Not Meant To Be’, συνεχίζουν με το catchy νευρικό ‘Desire Be Desire Go’, συνθηματολογούν ‘Solitude Is Bliss’, ρετράρουν αθεράπευτα στο ‘Bold Arrow Of Time’. Και προφανώς διεκδικούν με τον Gonjasufi τον τίτλο του newcomer της χρονιάς…

tame impala - solitude is bliss (midnight juggernauts remix)



MATTHEW DEAR
Black City
(Ghostly International)
B-

Σε κάθε κυκλοφορία του Matthew Dear, την οποία υπογράφει με το ονοματεπώνυμό του και όχι με κάποιο από τα aliases του (False, Jabberjaw και το γνωστότερο όλων Audion) διακρίνω ένα «άγχος» από τους technoheads κριτικούς και fans να δουν τον «μεγάλο δίσκο». Να χρησιμοποιήσουν τις δουλειές του ως επιχείρημα απέναντι σε εκείνους που πιστεύουν ότι η κοινωνία του techno εξαϋλώνεται έξω από το club. Ο Dear είναι απόλυτα χαρακτηριστική περίπτωση, μιας και η περίοδος της δισκογραφίας του (2003-…) δε συμπίπτει και με καμία χρυσή εποχή για την ηλεκτρονική χορευτική μουσική. Έλα όμως που ο Audion είναι πολύ καλύτερος από τον ίδιο τον Matthew Dear. To Black City, όπως και ο προκάτοχός του Asa Breed, προσεγγίζει την επανακάμψασα electropop με έναν πιο σκοτεινό tech τρόπο που σε παραπέμπει μέχρι και στους NItzer Ebb (ειδικά στο ‘Little People’ που ξεκινά σαν το ‘Don’t You Want Me Baby’ των Human League για να παρεκτραπεί σε ένα tech house φωνητικό anthem που διαρκεί 9’21’’). Ο Τεξανός σκηνοθετεί ευπρόσδεκτα νοσηρή ατμόσφαιρα, πατάει ολοφάνερα στα ‘80s χωρίς να ακούγεται ξεδιάντροπα ρετρό, αλλά νομίζω ότι μετά από 4 άλμπουμ μπορούμε να πούμε είναι ότι είναι ένας προικισμένος στιλίστας πάντοτε αγχωμένος να φτιάξει ποπ τραγούδια. Οι πρώτες ύλες υπάρχουν, αλλά σε αυτήν την κουζίνα δεν τα καταφέρνει τόσο καλά. Γι’ αυτό ποτέ δε θα πλησιάσει τους συγγενείς Junior Boys και ούτε κατά διάνοια θα μας δώσει άλμπουμ σαν το περσινό του Circlesquare. Αντίθετα, στα techno 12’’ θα παραμείνει μάστορας…

matthew dear - little people (black city) (mark e dub version)

αλοχα

τερεζος

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

as heard on radio laternative vol.2

...το δεύτερο μέρος από τα έτοιμα που εχουν δημοσιευθει σε αβοπολις-σονικ....το σύστημα βαθμολόγησης, είπαμε, είναι για να θυμάσαι το μάστερ στην αγγλία και προκύπτει από τέτοιες συζητήσεις...


CARIBOU
Swim (City Slang)
A
Ίσως στην πρώτη ακρόαση του Swim να ψαρώσεις με τα σπουδαία πρώτα δύο tracks ‘Odessa’, ‘Sun’ και να αδικήσεις το υπόλοιπο. Θα σου περάσει γρήγορα. Γιατί ο κύριος Dan Snaith (κάποτε Manitoba) κάνοντας ριζική μεταβολή από την Andorra παραδίδει ένα άλμπουμ που επαναπροσδιορίζει τις απαιτήσεις μας από τον όρο electronica. Αφήνει στην άκρη την κιθαριστική pop εμμονή με τους Beach Boys, συνεργάζεται με FourTet και Jeremy Greenspan (Junior Boys), συζητά με τον ομόλογό του μαθηματικό James Holden, εξασκείται ασταμάτητα σε dj sets (λίγοι τον τίμησαν στο εγκεφαλικό πέρασμά του από το περσινό Synch) και κυκλοφορεί έναν δίσκο που κατά δήλωσή του είναι ηλεκτρονική μουσική που ακούγεται «σαν να έχει φτιαχτεί από νερό». Γίνεται όσο pop χρειάζεται χρησιμοποιώντας άψογα τα φωνητικά (όπως στο ‘Odessa’ ή το λυγμικό ύμνο συμβόλαιο διαζυγίου ‘Found Out’), αναπολεί τα acid φίλτρα στο ‘Kali’, παρακολουθεί τον ήχο της Border Community και «χορεύει» στο ‘Bowls’, υπενθυμίζει στους Chemical Brothers ότι το δικό του ‘Leave House’ είναι το αντίστοιχο ‘Leave Home’ που θα έπρεπε να βγάζουν το 2010. Τελικά συναρμολογεί έναν δίσκο που θα έβγαζαν οι Junior Boys αν ήταν περισσότερο nerds και λιγότερο ‘80s maniacs. Σίγουρα μέσα στο κόλπο για τα άλμπουμ της χρονιάς, μια electronica πρόταση που μπορεί να επιβιώσει μαζικά χωρίς να μιλά μόνο στο dance πλήθος αλλά και χωρίς να διολισθαίνει επικίνδυνα σε ρετροποπ ευκολίες…


caribou - found out


GONJASUFI
A Sufi And A Killer (Warp)
A-

Αντιγράφω από το seagazing: «Μυστικιστής; Σωτήρας; Ο Manu Chao του dubstep; Ο σοφός της ερήμου; Ο μουσικός από το μέλλον; (ή μήπως από το παρελθόν;) Το απόλυτο τίποτα της μετά-twitter εποχής?”. Συνεχίζω στη μπλογκόσφαιρα και βρίσκω μια πιο εύγλωττη περιγραφή «O DJ Shadow κρεμάστηκε με τα άντερα των Avalanches» με την απαραίτητη υποσημείωση «Δεν ξέρω αν είναι ποστντάμπστεπ, αφτερσέιβμπάλσαμ ή προεβολούσιονρόκερ». Πάω στους «θεσμικούς», τσεκ στη Guardian που χαρακτηρίζει τον δίσκο «…ένα κοσμικό τριπάρισμα που μοιάζει σαν ο Screamin’ Jay Hawkins να διασκευάζει τη Μ.Ι.Α. ενώ ρεμιξάρεται από τους Portishead», εδώ η υποσημείωση διευκρινίζει “…in a good way”. Όπως καταλαβαίνεις οι μουσικογραφιάδες στην περίπτωση του ντεμπούτου του αινιγματικού κυρίου Sumach Ecks από το Σαν Ντιέγκο δεν επιστρατεύουν τη συνηθισμένη σοφιστεία περί «αταξινόμητου δίσκου» που «δεν μπορεί να περιγραφεί» κτλ. Καθένα από τα 19 κομμάτια του A Sufi And A Killer είναι και μια ιστορία. Από τα 56 δευτερόλεπτα του εναρκτήριου ‘(bharatanatyam)’ μέχρι το κλείσμο του ‘Made’, την πεντάλεπτη παύση και το hidden track. Στο ενδιάμεσο έχεις συντονιστεί με τα beats της νέας διεστραμμένης αντίληψης περί hip hop που καλλιεργούν στην Καλιφόρνια (και στα εργαστήρια της Warp) ο Flying Lotus και ο Gaslamp Killer, οι δύο αρχιτέκτονες του δίσκου. Έχεις πάρει μια τζούρα από τις ψυχεδελικές αναθυμιάσεις μιας desert rock ανεμοθύελλας που σου αφήνει η τριάδα ‘Ageing’, ‘DedNd’ και ‘I’ve Given’. Έχεις βιώσει τη μυστικιστική τελετή που προοικονομήθηκε από τις συνεργασίες με τον Gaslamp σε tracks όπως το ‘Ancestors’, εκεί που ο Sufi απογειώνει τη σαμανική του ιδιότητα. Και μετά έρχεται το μπουζούκι. Στο ‘Kobwebs’ το θεωρείς την απαραίτητη ανατολίτικη επιρροή που ούτως ή άλλως χαρακτηρίζει το στίγμα του δίσκου. Αλλά στο ‘Klowds’ κωλώνεις. Γιατί αυτό δεν είναι η επόμενη έκφραση του bass sound, όπως μπορείς να βιαστείς να κατατάξεις το δίσκο που εγκαινιάζει την μετά dubstep εποχή. Αυτό είναι ρεμπέτικο, το ξέρει δεν το ξέρει ο Sufi όταν γρυλλίζει μάγκικα ‘…Into The Sky, I See Clouds…’. Σκέψου τα όλα αυτά ντρεσαρισμένα με το σαρδόνιο αφαιρετικό αντιμάρκετινγκ της Warp που προμοτάρει τον Sufi περισσότερο ως πνευματιστή γκουρού παρά ως καλλιτέχνη, χάζεψε στο εκ-πλη-κτι-κό sufisays.com τις μαζεμένες «σοφίες» του από τα διάφορα κοινωνικά δίκτυα κι έχεις όλο το πακέτο. Τόσο επιβλητικό και προσεκτικά σχεδιασμένο που σχεδόν ξεχνάς κάποια μισοφτιαγμένα κομμάτια που «γεμίζουν» το άλμπουμ και σχεδόν παρασύρεσαι από την επιτήδευση του image making. Γιατί ο Sufi έχει ψυχή και το κήρυγμά του προσηλυτίζει προκαλώντας το «πίστευε και μη ερεύνα». Θρησκευτικοί μεσάζοντες πολιτισμού ήδη κανονίζουν την έλευσή του στην Αθήνα…


gonjasufi - love of reign (zwolf remix)


U.N.K.L.E.
Where Did The Night Fall (Surrender All)
B-
Στο τέταρτο στούντιο άλμπουμ (ας μη μετρήσουμε το μάλλον περιττό End Titles…Stories For Film – το παραπληρωματικό spin-off του ρισκαδόρικου αλλά επιτυχημένου War Stories) o Lavelle ίσως φρενάρει για πρώτη φορά. Με την καλή έννοια. Δεν πραγματοποιεί πάλι ηχητική στροφή 360°, διατηρώντας τις κιθάρες ως βάση. Κι αν έχει κάποια σημασία φτιάχνει μάλλον το πιο ώριμο άλμπουμ του (όχι το καλύτερο – όσο υπάρχει το αξεπέραστο Psyence Fiction), ίσως ασυναίσθητα, ποντάροντας για μια φορά στην ποιότητα κι όχι στον πειραματισμό, στην σταθερότητα κι όχι στην έκπληξη. Το άλμπουμ στοιχηματίζω ότι θα αποτελέσει ραδιοφωνικό θρίαμβο έχοντας μισή ντουζίνα κομματιών που μπορούν να παίξουν σοβαρή μπάλα στο ραδιοφωνικό playlist είτε αυτό διεξάγεται σε alternative είτε σε mainstream στάδιο. Το ψυχεδελικό ζητούμενο επιτυγχάνεται απόλυτα από την αρχή στο’70s gupsy caravan rock του ‘Follow Me Down’ (με τους Sleepy Sun) και στο ‘Natural Selection’ (με τους The Black Angels) με το ρεφρέν-τσιτάτο ‘…one day I’ll find the right one for me’ που μυρίζει «χιτάκι». To αιθέριο ‘Joy Factory’ (με τους Autolux) είναι η δική τους απάντηση στο ‘Empire Ants’ των φετινών Gorillaz (χωρίς το disco φίλτρο), η καλύτερη στιγμή του δίσκου κι ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχουν γράψει ποτέ. Το ‘Caged Bird’ θα ήταν η uptempo συνέχεια του ‘We Curry On’ αν η φιλότιμη Katrina Ford μπορούσε να γεμίσει το λαρύγγι της Beth Gibbons, ενώ το ‘Falling Stars’ μοιάζει με το σίκουελ του ‘Keys To The Kingdom’ με ίδιο πρωταγωνιστή, τον Gavin Clark. Από τους υπόλοιπους συνεργάτες συμπαθητική η Elle J, το ‘Ever Rest’ με τον Joel Cadbury παραπέμπει στο ‘Never Never Land’, ενώ το κλείσιμο με τον μεγάλο Mark Lanegan δυστυχώς μοιάζει να περίσσεψε από τους Soulsavers. Συμπερασματικά, οι U.N.K.L.E. υπηρετούν τίμια τη δική τους μεταροκ πρόταση και ίσως να τους αδικώ λίγο στη βαθμολογία. Αλλά, είμαι από εκείνους που προτιμούσαν τον προ-ροκ «έντιμο βίο» τους…

u.n.k.l.e. feat. big in japan - the answer (error operator remix)



THE CHEMICAL BROTHERS
Further (Freestyle Dust/ EMI)
B+

1η παρατήρηση: τέρμα οι συνεργασίες. Στο έβδομο άλμπουμ των Bros δε θα δεις να παρελαύνει στα φωνητικά η αφρόκρεμα όσων μεσολάβησαν από το We Are The Night κι έπειτα (εγκαταλείποντας την λογική που κατά καιρούς συμπεριλάμβανε στα credits Noel Gallagher, Beth Orton, Bernard Sumner, Q-Tip, Klaxons κ.ά.). Στα λιγοστά σημεία που χρειάζεται μια φωνητική γέφυρα/ανάσα αναλαμβάνουν η Stephanie Dosen (έχει περιοδεύσει και με Massive Attack) και οι ίδιοι. Καλά νέα, λέω εγώ. 2η παρατήρηση: ο κόσμος και κυρίως ο τύπος τους περιμένει με το δάχτυλο στην σκανδάλη. Τα σπαθιά της κριτικής πετσόκοψαν τα δύο τελευταία άλμπουμ. Δίκαια το Push Your Button, άδικα κατ’ εμέ το We Are The Night (βλέπε το ανεκδιήγητο 3.8 του Pitchfork). 3η παρατήρηση: σε μια εποχή που η electronica βρίσκεται στην πιο συναρπαστική φάση της εδώ και μια δεκαετία με τους Holy Fuck και τους Fuck Buttons να γεφυρώνουν το χάσμα με το post-rock (όπως κατ’ αναλογία έκαναν πριν 15 χρόνια οι Bros με την Britpop), οι Ed Simons και Tom Rowlands αποδεικνύουν ότι είναι αξεπέραστοι στο κομμάτι της παραγωγής. Παραδίδουν για άλλη μια φορά ένα τεχνικά άψογο άλμπουμ είτε χρειάζεται να σαμπλάρουν χλιμιντρίσματα αλόγων όπως στο ξέφρενο techno του ‘Horse Power’ είτε τοποθετούν το ‘Baba O’ Riley’ των Who σε κάποια στάση του διαστημικού (σχεδόν) 12λεπτου μαραθώνιου που λέγεται ‘Escape Velocity’. 4η παρατήρηση: αυτή είναι και η αντίρρησή μου. Από το να ενδιαφέρονται για ένα διαστημικό ηχητικό ταβάνι θα μπορούσαν να τσιγκλίσουν κι άλλο την ευπρόσδεκτη εσωστρέφεια που έφερε η απουσία συνεργασιών. Το ‘Escape Velocity’ το έχουμε ξανακούσει από αυτούς, το ξέρουμε ότι το έχουν, επομένως η υπέροχη electronica των ‘Another World’ και ‘Dissolve’με την καλειδοσκοπική εναλλαγή layers και τις trademark ψυχεδελικές αναφορές είναι τα πράγματα που τους ζητάμε πια. 5η παρατήρηση: το άλμπουμ δεν έχει singles. Το ‘Swoon’ που προβάλλεται ως πρώτον είναι ένα συμπαθητικό b-side οποιουδήποτε ύμνου έχουν γράψει στο παρελθόν (νομίζω δε ότι μεγαλύτερη τέτοια δυναμική θα είχε το παρόμοιο ‘Midnight Madness’ που σήμανε την επιστροφή τους πριν από μια διετία).6η παρατήρηση: άρα καλύτερα θα κάνεις να δεις το Further ως σύνολο. Και ίσως συμφωνήσεις ότι από το ‘liftin’ me higher’ του εναρκτήριου ‘Snow’ μέχρι την καταβύθιση στο σπουδαίο ‘Wonders Of The Deep’, αυτό είναι η καλύτερη τους δουλειά από το Surrender. Χωρίς φόρμουλα, χωρίς παρέα, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις…

the chemical brothers - another world


...to be continued...

τερεζος

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

as heard on radio laternative vol.1

...μου αρέσει που το κάνει ο ludens (αν και συνήθως εξαγριώνομαι από την επικείκεια του και από κάτι τεσσάρια στον κάθε φολκ χάρχαλο) - το απόλαυσα τώρα που το έκανε μαζικά και ο gone4sure , με ψήνει κι ο τσουλούφης κανα χρόνο τώρα, οι #mousikomaxies είναι και γαμώ, επομένως ξεκινά το μουσικοκριτικό σέξιον του παρόντος μπλογκ...σε 2-3 volumes θα ανέβουν αυτούσιες όσες κριτικές του 2010 έχω γράψει μέσα στη χρονιά σε avopolis - sonik και μετά θα αρχίσουμε κανονικά κάθε 10-15 μέρες (σιγά που θα το τηρήσω) με σαφώς μικρότερα κείμενα μπλογκότερου ύφους ...το σύστημα βαθμολόγησης είναι για να θυμάσαι το μάστερ στην αγγλία...



HOT CHIP
One Life Stand (EMI)
B+
Το ντεμπούτο Coming On Strong, όλοι το ανακαλύψαμε εκ των υστέρων. Το sophomore The Warning ήταν το statement μιας πανέξυπνης ηλεκτρονικής ποπ που διαφοροποιούταν από το ιδίωμα που τυποποιούσε τότε η DFA. Το προπέρσινο Made In The Dark ήταν εντυπωσιακά “ready for the floor”. Και το One Life Stand; Αποδεικνύει/ξεκαθαρίζει την πραγματική ταυτότητα του κουιντέτου από το Νότιο Λονδίνο. Οι Hot Chip παίρνουν οριστικά το δαχτυλίδι από τους New Order, ξεχωρίζοντας πια με διαφορά από όσους μπήκαν στο βαγόνι της electropop αναβίωσης (τρανή απόδειξη το υπέροχο ‘Thieves Like Us’ που ανοίγει το άλμπουμ). Ο δίσκος είναι ένα κλικ πιο αργός (ώριμος;) από τον προηγούμενο, κατά το ήμισυ αποτελείται από τις πιο πλήρεις συνθέσεις που έχουν φτιάξει μέχρι τώρα βάζοντας ποπ γυαλιά σε μειράκια τύπου MGMT (όπως τα τρία sonikpicks παρακάτω συν το ‘Hand Me Down Your Love’) και δείχνοντας ότι οι Hot Chip, εκτός από το να σου σηκώνουν τα χέρια ψηλά, είναι μια μπάντα ουσίας. Μπορούν να συνδυάζουν το motorik των Kraftwerk, την ευαισθησία των ορφανών του Ian Curtis, δίπλα στην πουτανιά της disco και στην ανακουφιστικά ζεστή soulful φωνή του Alexis Taylor. Ταυτόχρονα, όμως, το άλλο μισό του One Life Stand, «παρεκτρέπεται» στην ενδοσκόπηση της σοβαρής μπαλάντας που δεν τους ταιριάζει (μάλλον πήραν πολύ στα σοβαρά τη συνεργασία με τον Robert Wyatt) και χαλάει την ισορροπία του tracklist. Συμπερασματικά, οι Hot Chip απέφυγαν το φάουλ, κατέστησαν δεδομένη την αξία τους και συνεχίζουν να κυνηγούν το magnum opus. Πάντως με τέσσερα άλμπουμ, το best of είναι έτοιμο…


hot chip - brothers (caribou remix)



MASSIVE ATTACK
Heligoland (Virgin/EMI)
B
Δεν έχεις το δικαίωμα να κατηγορείς τους Massive Attack για επανάληψη, απουσία καινούριων ιδεών, επανάπαυση στο δαφνοστεφανωμένο μαξιλαράκι του trip hop. Ξέρεις γιατί; Γιατί αποδοκίμασες την abstract στροφή που έκαναν στο προηγούμενο 100th Window. Όχι ότι ήταν σπουδαίο, αλλά αποζητώντας τη soul ζεστασιά (που ας το πάρουμε απόφαση δε θα επανακάμψει ποτέ ελλείψει Mushroom) ξίνισες μπροστά στα παγερά/αφηρημένα/ηλεκτρονικά beats που έκρυψαν τις παραδοσιακά «ανθρώπινες» (sic) μελωδίες τους. Άρα σχεδόν 20 χρόνια μετά το Blue Lines που άλλαξε τον τρόπο που οι λευκοί ακούμε τη «μαύρη μουσική», θα ήταν άδικο να περιμένεις να ανακαλύψουν και πάλι την πυρίτιδα. Ας το κάνουν οι νεότεροι. Κι αυτοί ας κάνουν αυτό που ξέρουν καλά πια. Να φτιάχνουν καλά τραγούδια με υψηλό επίπεδο παραγωγής/αισθητικής, μπλέκοντας τις επιρροές τους (το dub, τα b-boy νιάτα τους, τις πολυφυλετικές αστικές ιστορίες στις γειτονιές του Μπρίστολ, τη νωχελικότητα του ganja, τη συνεπή πολιτική τους στάση). Χωρίς εκπλήξεις. Ένσταση, η εμμονή με τις συνεργασίες. 6 στα 10 κομμάτια μοιράζονται δεξιά κι αριστερά σε βοκαλίστες, χωρίς να υπολογίζεται ο σεβάσμιος Horace Andy. Δεν είναι άσχημα (π.χ. στο ‘Paradise Circus’, η χημεία με την Hope Sandoval είναι εκπληκτική), αλλά το άλμπουμ γίνεται τραμπάλα και δεν αφήνει ίχνος στίγματος παραπαίοντας από το μυστικισμό του Tunde Adebimpe (TV On The Radio) στον απόκοσμο λυγμό του Guy Garvey (Elbow) και τη ραθυμία του Damon Albarn. Και φυσικά η Martina Topley-Bird που επιστρατεύεται να παίξει τον παραδοσιακό ρόλο της μούσας σε δυο tracks δεν είναι Shara Nelson (γιατί απλά δε θα υπάρξει άλλη). Το ‘Splitting The Atom’ φτιαγμένο με αυθεντικά πατροπαράδοτα Massive Attack υλικά είναι τελικά το καλύτερο track του άλμπουμ, ενώ το ‘Atlas Air’ το κλείνει απρόσμενα uptempo δείχνοντας ότι υπάρχει ακόμα σπίθα. Λεπτομέρεια; Και στα δύο βασίζονται στις δικές τους ‘Wild Bunch’ δυνάμεις και δεν φωνάζουν κανέναν πολυδιαφημισμένο guest. Όπως άλλωστε έκαναν και στο ‘False Flags’, το καλύτερο κομμάτι που έγραψαν στην μετα-Mezzanine περίοδο…

massive attack feat. hope sandoval - paradise circus (gui boratto dub)



BEACH HOUSE
Teen Dream (Bella Union)
B-

Ρωτάω έναν φίλο «πώς τα πέρασες το Πάσχα;» και μου απαντά «τέλεια-βεράντα, κρασί, βιβλία και Beach House στο φόντο». Εκείνος το εννοούσε για καλό, άλλωστε πρέπει να είπε 11 φορές τη λέξη αριστούργημα στα επόμενα 30 δευτερόλεπτα, εμένα μου έλυσε το writer’s block για το review που διαβάζεις. Γιατί, αλλοίμονο, το τρίτο άλμπουμ του ντουέτου από τη Βαλτιμόρη είναι ένας καλός δίσκος, ιδανικά τοποθετημένος στο “dream pop” ράφι. Όχι στη σφαίρα επιρροής της Sarah records, αλλά στους δεκάδες «Arcade Fire δωματίου» που προέκυψαν (και θα μας ταλαιπωρήσουν) μετά την καθοριστική επέλαση των ΑμερικανοΚαναδών στα ‘00s. Ο Alex και η Victoria είναι εξαιρετικοί songwriters, το μάθαμε στο ομώνυμο ντεμπούτο και το διαπιστώσαμε στο δεύτερο Devotion. Αλλά, πια περιμένεις καινούριες ιδέες, όχι μόνο επιτηδευμένα αιθέριες (πλην επίπεδες) μελωδίες με τη Victoria Legrand στο ρόλο της indie νεράιδας. Ούτως ή άλλως το κάνουν εξαιρετικά αυτό στο ξεκίνημα του άλμπουμ με τα ‘Silver Soul’ και ‘Norway’. Όταν όμως το Teen Dream απλώνεται, βρίσκεσαι παγιδευμένος στην επανάληψη του ίδιου μοτίβου. Γιατί, το ίδιο το ντουέτο δεν μπορεί να ξεφύγει από τους περιορισμούς του μεγέθους του. Δεν μπορεί να προσθέσει βάθος, δεν θέλει να γκαζώσει, δεν εκπλήσσει με καλοδεχούμενη εξαίρεση το ‘Lover Of Mine’ που μοιάζει με μπαλάντα βγαλμένη από τίτλους τέλους ‘80s ταινίας του μακαρίτη Τζον Χιουζ. Και παρότι κλείνει όμορφα με το ‘Take Care’, και παρότι αντιλαμβάνεσαι την αξία του, συνειδητοποιείς ότι η τράπουλα έπρεπε να ανακατευθεί. Κι αυτό δεν έγινε….

beach house - norway (skinny friedman edit)



NEW YOUNG PONY CLUB
The Optimist (The Numbers/ Pias)
C+

To Fantastic Playroom είχε κάνει το κομμάτι του το 2007 μέσα στη nu rave φρενίτιδα, ακριβώς γιατί μπορούσε να υπάρξει έξω από την ομπρέλα του (κάτι που ας πούμε δεν ίσχυε για το αντίπαλο δέος CSS). Στις λονδρέζες αναγνώριζες την προσήλωση στο post punk ήθος των Blondie και την εξαιρετική αποκωδικοποίηση των κανόνων του new wave, χωρίς το αποτέλεσμα να ζέχνει 80ιλα. Βέβαια, όπως όλες οι μπάντες που μπαίνουν στο βαγόνι του εκάστοτε ΝΜΕ πλήθους, μπορεί να μη φτάσουν ποτέ στο δεύτερο άλμπουμ έχοντας αυτοκαταργηθεί ως στυμμένες λεμονόκουπες ενός στιγμιαίου hip (βλέπε Klaxons). Εδώ, η Tahita Bulmer εξακολουθεί να τραγουδά με έναν τρόπο που μας αναγκάζει να ψάχνουμε το θηλυκό αντίστοιχο του επιθέτου ‘cocky’. Το rhythm section αναπαριστά το προαναφερθέν κλίμα του ντεμπούτου, αλλά δεν υπάρχουν τα ίδια τραγούδια. Δεν υπάρχουν σέξι, συνθηματικά, αυθάδη, σκοτεινά, προκλητικά tracks όπως ήταν π.χ. το ‘Ice Cream’. Το εναρκτήριο ‘Lost A Girl’ συνεχίζει αβάδιστα από εκεί που είχαν μείνει, το ‘Chaos’ θα γίνει το χιτάκι του δίσκου, το ‘Stone’ πάει αμήχανα να γείρει την πλάστιγγα υπέρ του electro, ενώ το ‘We Want To’ στηρίζεται στη ραχοκοκαλιά ενός πιασάρικου chorus. Η toy pop του ‘Dolls’ μπορεί να δουλέψει σε hipster δοκιμαστικό σωλήνα, ενώ σιγά μην έλειπε κομμάτι με τίτλο ‘Rapture’. Οι NYPC επιβιώνουν. Κουτσά στραβά και μετεξεταστέες, μουρμουρίζοντας στο φινάλε “the architect of love does not remember us”…



EKOS QUARTET
InADreamFullOfCharm (KRAAK)
B

To αναμενόμενο ντεμπούτο των αθηναίων trip hoppers διαρκεί 71 λεπτά. Πολλά. Υπάρχουν κομμάτια που ξεχειλώνουν σε 2 ή 3 λεπτά διάρκεια μεγαλύτερη από αυτή που ήδη είπαν όσα είχαν να μας πουν, ίσως γιατί δεν υπάρχει η εμπειρία να συγκρατηθεί ο οίστρος. Αυτό είναι το μειονέκτημά του δίσκου, γιατί δεν κρύβεται, πλατειάζει και κουράζει στην απνευστί ακρόαση. Αλλά, τα κακά νέα τελειώνουν εδώ. Γιατί ναι μεν οι Ekos Quartet ξεπατικώνουν ασύστολα τον ήχο του Μπρίστολ και τα άμεσα παράγωγά του, αλλά το κάνουν εξαιρετικά, υπερβαίνοντας δημιουργικά τη χωροχρονική απόσταση. Ποντάρουν στο πυρηνικό όπλο της φωνής της Eski που τους «αναγκάζει» να την ακολουθήσουν, να γλυκάνουν τον ήχο (π.χ. παραμερίζοντας για λίγο samples, effects & scratches κι επιστρατεύοντας κιθάρες) και να αναπτύξουν ένα trip pop ιδίωμα που σε πάει κατευθείαν στια καλές Skye μέρες των Morcheeba. Οι διφωνίες με το υποχθόνιο rap του The Ant λειτουργούν μια χαρά μπροστά (και όχι πίσω) από τα πολύπλοκα ηχητικά layers, η ατμόσφαιρα προκύπτει και δεν εκβιάζεται, το «άσπρο» ισορροπεί με το «μαύρο», το groove σκουντάει διακριτικά τη «διήγηση». Όλα καλά δηλαδή και πολλά υποσχόμενα, μόλις απελευθερωθεί και το απαραίτητο soul στοιχείο. Αλλά, είπαμε, οικονομία παιδιά. Είναι και η εποχή δύσκολη…


PANTHA DU PRINCE
Black Noise (Dial/Rough Trade)
A

Μια από τις μεγάλες διακειμενικές διαφωνίες του Sonik υπήρξε το From Here We Go Sublime (Kompakt, 2007). Το indie ιερατείο του περιοδικού αποθέωσε το δισκογραφικό ντεμπούτο του The Field, ενώ η dance πτέρυγα συγκατένευσε τονίζοντας όμως ότι οι φλέβες της παρέμειναν άθικτες. Τρία χρόνια αργότερα, νομίζω βρίσκουμε το διάδοχο. Και μάλιστα χωρίς να χρειάζεται debate. Ο «Μαύρος Θόρυβος» του Pantha Du Prince (aka Hendrick Weber) είναι το πρώτο αριστούργημα του 2010. Είναι minimal techno; Είναι. Σε αυτό το ράφι πιθανότατα θα το βρεις, αλλά θα ξέρεις τη μισή αλήθεια. Γιατί, η άλλη μισή είναι ότι έχει φτιαχτεί από έναν αθεράπευτο fan του shoegaze που δεν μπορεί να κρύψει την αγάπη του για τους Slowdive αυτού του κόσμου. Και γι’ αυτό δεν αναπαράγει την glitch μονοτονία των συνηθισμένων minimal tracks, αλλά τα εμπλουτίζει με διαφορετικές περίτεχνες προσεγγίσεις που στρογγυλεύουν τη μελωδία (κι εξασφαλίζουν το indie appeal). O Pantha Du Prince δεν παίρνει τα ρίσκα π.χ. της λατινοαμερικάνικης τρέλας του Villalobos, αδιαφορεί για τον αν θα χορευτεί (αν και το ‘Behind The Stars’ είναι ένα βαθύ killer) ο δίσκος. Αντιμετωπίζει το υλικό του με ευρωπαϊκό ορθολογισμό και ξέρει πολύ καλά που το πάει, συνδυάζοντας με μαθηματική ακρίβεια (αποφεύγοντας παράλληλα τη μανιέρα της ρετσέτας και της ποσόστωσης) το tech σκοτάδι και το ambient φως. Η μουσική του θα έπρεπε να λέγεται storytronica – είναι ένα ηλεκτρονικό παραμύθι που ξεκινά με την ατονία του ‘Lay In A Shimmer’ συνεχίζεται με το Burialικό έπος ’Abglanz’, προοικονομεί το καλοκαίρι στη σχεδόν happy house αναπάντεχη κατάληξη της συνεργασίας με τον Panda Bear των Animal Collective (‘Stick to My Side’), κάθεται στον βράχο των 4/4 του ‘Satellite Snipper’ και βγαίνει βόλτα στο δάσος των μελωμένων bleeps του ‘Bohemian Forest’. Αν σου άρεσε το ντεμπούτο του Nathan Fake ή εκείνο του Alex Smoke, μόλις βρήκες το επόμενο techno δωματίου σου για τα ‘10s.

pantha du prince feat. panda bear - stick to my side (lawrence version)


...to be continued...

τερεζος


Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

σημερα στο λατερνατιβ


αν μη το άλλο έχουν το πιο περίεργο όνομά από τις μπάντες της τελευταίας πενταετίας...δεν είναι "αγγλοφωνοι", δεν είναι με το ζόρι κουλ αντίθετα αποτελούν μια παρέα που κάνει "έντεχνη" μουσική, χωρίς αυτό να ακούγεται σαν βρισιά...

είναι η (οι) μητέρα φάλαινα τυφλή και σήμερα το βράδυ θα μας παρουσιάσουν στο λατερνατιβ στους 100.3 το πρώτο τους άλμπουμ Ορχήστρα στο Βυθό που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες...την κυριακή το αποδίδουν λάιβ και στον σταυρό, όπως βλέπετε στην αφίσα...








επίσης στο τηλ. από τη θεσσαλονίκη ο Γιώργος Μπέγκας των Five Star Hotel θα μας μιλήσει για το This Sound, ντεμπούτο - ύμνο στις ποπαρίες που αγαπάμε.... ερχονται το σάββατο στο 6 D.O.G.S. όπως λέει η παραπάνω αφίσα...


... δυστυχώς κομμάτια των FSH δεν μπορούμε να παίξουμε, γιατί είπαμε "ο κόσμος δεν είναι δίκαιος", θα δώσουμε όμως δώρα και το βίντεο που ακολουθεί με το 'Underground' που δικαίως μπαίνει στη λίστα με τα 'Fake-a-likes' της μετα Raining Pleasure εποχής...


Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

"ταξιδιαρα ψυχη" στο laternative



χθες το ντοκιμαντέρ της Αγγελικής Αριστομενοπούλου για την μ.Τρ. πορεία του Γιάννη Αγγελάκα άνοιξε στον Μικρόκοσμο (προβολές κάθε 1μιση ώρα ξεκινώντας από τις 19.30)...σήμερα η σκηνοθέτης θα είναι στο στούντιο του ΣΚΑΙ 100.3 για να συζητήσουμε 2-3 πράγματα σχετικά με το πως είναι να ακολουθείς παντού με μια κάμερα τον Αρχηγό των Ατάκτων της γενιάς μας...

στις 22.00 μαζί με τις υπόλοιπες ταινίες της εβδομάδας και την ατζέντα του weekend...

αλόχα