Σε όλους αρέσει να γράφουν νεκρολογίες κι επικήδεια κείμενα. Κι ας αποτελεί άγραφο κανόνα, κυρίως της αγγλοσαξονικής δημοσιογραφίας που έχει μακρά παράδοση στο είδος, ότι είναι ίσως τα πια δύσκολα assignments που μπορεί να αναλάβεις. Ο "νεκρολόγος" είναι καιροσκόπος. Επενδύει συναισθηματικά πάνω στο ήδη συγκινημένο κοινό κι ανάλογως του ταλέντου που διαθέτει, γράφει συνήθως αυτάρεσκα κείμενα που αποσκοπούν όχι στο να αναδειχθεί η απώλεια, αλλά στο να εισπράξει ο ίδιος τη συγχαρητήρια βουρκωμένη διαπίστωση "καλά τα είπες".
Στις μύχιες δημοσιογραφικές μου σκέψεις πάντοτε δύο νεκρολογίες πρωταγωνιστούσαν. Τουλάχιστον εντός ελληνικών συνόρων. Του Νίκου Γκάλη που ελπίζω να αργήσει κανα δυο αιώνες. Και η σημερινή. Του Θανάση Βέγγου. Γιατί είναι δύο πρόσωπα, προς τα οποία ο θαυμασμός μου χτίστηκε σιγά σιγά και δικαιολογήθηκε όταν ήμουν αρκετά ώριμος να εκτιμήσω πράγματα, αξίες και στάσεις πολύ πέρα από το προφανές ασύγκριτο ταλέντο τους. Τον Γκάλη όταν ήμουν έφηβος κι έπαιζα μπάσκετ συνοικιακού επιπέδου, τον αντιπαθούσα. Ήταν και λίγο "μαγκιά"¨στ' ανοιχτά γήπεδα να τον αμφισβητείς προς χάριν του αλτρουισμού των άλλων "τριών σωματοφυλάκων". Το ενθάρρυναν και οι τότε προπονητές, άσε που ο ίδιος ήταν πολύ στυγνός επαγγελματίας για το "λαϊκισμό" που θέλει να απορροφήσει ένα 12χρονος. Πολύ μετά κατάλαβα ότι όταν είσαι σπάνιος, μάλλον αναγκαστικά είσαι και απόμακρος. Και όταν έκανε τον γύρο του ΟΑΚΑ με τη φλόγα στους Ολυμπιακούς, συγκινήθηκα όσο λίγες φορές στη ζωή μου. Αλλά, δεν είναι αυτός το θέμα σήμερα και μακάρι να αργήσει πολύ να γίνει για τέτοια αφορμή.
Ο Θου-Βου επίσης δε μου άρεσε όταν ήμουν μικρός. Όσο κι αν φαίνεται κουτό, θεωρούσα χαζές τις τανίες του. Δε μπορούσα να εκτιμήσω το ακαταπόνητο κινησιολογικό ντελίριο των gangs του, ούτε φυσικά την ευγενική σουρεάλ ματιά του πάνω στο DNA της φυλής. Στην πορεία, βλέποντας και ξαναβλέποντας τις ταινίες, όχι τόσο τις "σοβαρές", αντιπολεμικές" της έγχρωμης περιόδου, αλλά τα σλάπστικ κρεσέντο της δεκαετίας του '60 (από τα Θου-Βου στο "Δόκτωρ Ζι-Βέγγος" κι από τον "Πολυτεχνίτη κι Ερημοσπίτη" στο α-ξε-πε-ρα-στο "Τύφλα Να'Χει ο Μάρλον Μπράντο"), πια τον θεωρώ τον συγκλονιστικότερο κωμικό που έχω παρακολουθήσει μάζι με (έναν ακόμα που άργησα να καταλάβω πλήρως) τον Πίτερ Σέλερς. Κι επίσης ο μύθος του γιγαντώθηκε μέσα μου λόγω της υποδειγματικής δημόσιας παρουσίας του. Δεν ξέρω τι καριέρα θα έκανε, πόσα λεφτά θα έβγαζε ή πόσα αστέρια θα είχε στη Χόλιγουντ Άβενιου έτσι και γεννιόταν αλλού, όπως διαβάζω παντού σήμερα. Μπορώ να καταλάβω, όμως, ότι το περίβλημα προσωπικότητας μέσα από το όποίο ξεχείλιζε το ταλέντο του ήταν εντυπωσιακά συμπαγές κι αυθεντικά (τόσο αυθεντικά που το ζηλεύεις) λόου προφάιλ. Γι' αυτό την οικουμενικότητα που εξέπεμψε στην "Ψυχή Βαθιά", τη νιώσαμε ακόμα κι εμείς που ο Εμφύλιος μας μοιάζει τόσο οικείος όσο κι ο Τρωικός Πόλεμος.
Παρότι αυτή η νεκρολογία με προκαλούσε πάντοτε, όπως έγραψα και παραπάνω, δεν έχω κάτι άλλο να πω. Ίσως γιατί στον ιντερνετικό μύλο, οι 14 ώρες που πέρασαν από την ώρα που ξεψύχησε στον "Ερυθρό" που ταλαιπωριόταν εδώ και καιρό μέχρι τώρα που γράφω είναι ήδη μια αιωνιότητα. Στα σημερινά βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, το παρατεταμένο χειροκρότημα νομίζω θα είναι ανατριχιαστικό. Το έζησα ως αυτόπτης μάρτυς και πέρσι, όταν ο Θου-Βου επισφράγισε την τελετή ακόμα και με την αμήχανη "'άρρωστη" παρουσία του. Αυτό που προσωπικά κρατάω, όμως, είναι το δέος που τελικά προκαλεί οποιαδήποτε σύγκριση του δικού του βίου του με το πνεύμα της εποχής που τελικά "έφυγε" ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου